Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐλευϑέρα ἡ ἀγ

  • 1 ελευθέρα

    ἐλευθέρᾱ, ἐλεύθερος
    free: fem nom /voc /acc dual
    ἐλευθέρᾱ, ἐλεύθερος
    free: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    ——————
    ἐλευθέρᾱͅ, ἐλεύθερος
    free: fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ελευθέρα

  • 2 ελεύθερα

    ἐλεύθερος
    free: neut nom /voc /acc pl
    ἐλεύθερος
    free: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > ελεύθερα

  • 3 ἐλεύθερα

    ἐλεύθερος
    free: neut nom /voc /acc pl
    ἐλεύθερος
    free: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > ἐλεύθερα

  • 4 ἐλευθέρα

    Morphologia Graeca > ἐλευθέρα

  • 5 ἐλευθέρᾳ

    Morphologia Graeca > ἐλευθέρᾳ

  • 6 ἐλευθέρα

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐλευθέρα

  • 7 ελεύθερα

    [элевфера] επίρ. свободно

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελεύθερα

  • 8 ελεύθερα

    [элевфера] επίρ свободно.

    Эллино-русский словарь > ελεύθερα

  • 9 ελεύθερα

    özgürce, serbestçe, rahatça

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > ελεύθερα

  • 10 ελεύθερα

    freely

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ελεύθερα

  • 11 свободно

    ελεύθερα
    ελευθέρως
    - вдоль борта судна мор. - στην πλευρά του πλοίου
    - на борту мор. - επί του πλοίου
    - от всякой аварии (страх.) - της οποιαδήποτε αβαρίας
    - от ожидания очереди (ожидание очереди на погрузку за счёт фрахтователя) - της σειράς φορτοεκφόρτωσης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свободно

  • 12 ελεύθερος

    η, ο [α, ον]
    1) свободный, вольный; независимый; самостоятельный;

    ελεύθερη πατρίδα — свободная родина;

    ελεύθερος άνθρωπος — свободный человек;

    ελεύθερη γνώμη — независимое мнение;

    ελεύθερον φρόνημα — а) самостоятельность убеждений, взглядов; — б) свобода мысли;

    αφήνω ελεύθερο — выпускать на свободу, освобождать;

    η διαγωγή της είναι πολύ ελευθέρα поведение ее слишком свободно:
    2) свободный, добровольный, без принуждения;

    ελεύθερη βούληση — свободная воля;

    3) свободный, несвязанный, необременённый;

    είμαι ελεύθερος οικογενειακών υποχρεώσεων — не быть связанным семейными обязанностями;

    είμαι ελεύθερος στρατιωτικών υποχρεώσεων — быть освобождённым от воинской повинности;

    τό σπίτι είναι ελεύθερο — или είναι ελεύθερο πάσης υποθήκης — дом не заложен в ипотечном банке;

    4) свободный, незапрещённый, беспрепятственный, открытый;

    ελεύθερη εξαγωγή — свободный вывоз;

    ελεύθερη είσοδος — или είσοδος ελευθέρα — вход свободный;

    τό κάπνισμα είναι ελεύθερον — курить разрешается;

    τό κυνήγι είναι ελεύθερο από... — охота разрешена с...;

    5) свободный, незанятый;

    ελεύθερο δωμάτιο — свободный номер (в гостинице);

    ελεύθερο κάθισμα — свободное место;

    στίς ελεύθερες ώρες — в свободное время;

    6) холостой, неженатый; незамужняя;

    § ελεύθερη ( — или ελευθέρα) ζώνη — свободная зона (порта);

    ελεύθερ λιμένας — вольная гавань;

    ελεύθερη πόλη — вольный город;

    ελεύθερος σκοπευτής — а) вольный стрелок; — б) независимый (в политике);

    ελεύθερ γάμος — незарегистрированный, свободный брак;

    ελεύθερη μετάφραση ( — или απόδοση) — вольный перевод;

    ελεύθερος στίχος — свободный стих

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελεύθερος

  • 13 непринужденно

    непринужденн||о
    нареч ἀβίαστα, ἐλεύθερα, μέ εὐχέρειαν, φυσικά:
    чу́вствовать себя \непринужденно αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου βολικά· держаться \непринужденно συμπεριφέρομαι ἐλεύθερα (или ἀβίαστα).

    Русско-новогреческий словарь > непринужденно

  • 14 ελευθέρας

    ἐλευθέρᾱς, ἐλεύθερος
    free: fem acc pl
    ἐλευθέρᾱς, ἐλεύθερος
    free: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ελευθέρας

  • 15 ἐλευθέρας

    ἐλευθέρᾱς, ἐλεύθερος
    free: fem acc pl
    ἐλευθέρᾱς, ἐλεύθερος
    free: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐλευθέρας

  • 16 καλεύθερ'

    ἐλεύθερα, ἐλεύθερος
    free: neut nom /voc /acc pl
    ἐλεύθερα, ἐλεύθερος
    free: neut nom /voc /acc pl
    ἐλεύθερε, ἐλεύθερος
    free: masc voc sg
    ἐλεύθερε, ἐλεύθερος
    free: masc /fem voc sg
    ἐλεύθεραι, ἐλεύθερος
    free: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > καλεύθερ'

  • 17 κἀλεύθερ'

    ἐλεύθερα, ἐλεύθερος
    free: neut nom /voc /acc pl
    ἐλεύθερα, ἐλεύθερος
    free: neut nom /voc /acc pl
    ἐλεύθερε, ἐλεύθερος
    free: masc voc sg
    ἐλεύθερε, ἐλεύθερος
    free: masc /fem voc sg
    ἐλεύθεραι, ἐλεύθερος
    free: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > κἀλεύθερ'

  • 18 ἔχω

    ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντα), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχεν), ἔχον: fut. [ ἕξω codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχεν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετο): aor. pro pass. σχόμεναι.)
    1 have, hold.
    1 generally,
    a have, possess, have in keeping ( Πέλοψ)

    τύμβον ἀμφίπολον ἔχων O. 1.93

    ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) O. 2.46 εἰ δέ μιν (= ὄλβον)

    ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας O. 7.74

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.46

    Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

    παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.14

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47

    μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf.,

    ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.120

    ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    b hold (in one's grip)

    ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36

    σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) P. 6.19
    2
    a rule over

    ὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70

    ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48

    b dwell in

    πόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι P. 5.82

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.34
    3
    a contain, preserve

    τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.39

    b enfold

    ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν P. 4.79

    c = φέρω, bear of a pregnant woman.

    ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος O. 9.61

    a restrain, check

    τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75

    τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος ( ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.
    b hold back, prevent c. inf.

    ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23

    c prevent c. part.

    ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    a provide

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79

    ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) I. 4.36
    b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm.

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33

    καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289

    cf.

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8

    ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) P. 5.17 in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) O. 2.69
    6
    a of non physical things, have, enjoy

    ὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98

    θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.107

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37

    Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

    ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111

    τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24

    πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.91

    μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισαP. 9.32

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73

    ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) N. 5.20

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23

    κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

    βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

    ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4

    ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.33

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates O. 7.93
    b = πάσχω, have, be subject to

    ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59

    ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.62

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v. l. ὀχοίσας) P. 2.79

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24

    χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) N. 3.12

    πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52

    ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36

    ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.
    7 possess, sway

    τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) I. 8.29 med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) Pae. 20.17
    8 have in mind, know

    εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53

    9 acquire, get oneself (aor. only, but v. P. 2.30)

    Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ O. 2.9

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν O. 9.88

    ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.65

    [ ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) P. 2.30] ( Ἀρκεσίλαν)

    ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.105

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων ( σχήσει v. l.) P. 9.116

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.32

    μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.37

    ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39

    Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.57

    10 be able c. inf.

    ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.56

    , cf. I. 5.47
    11 intrans.,
    b without adv., keep, stay

    ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72

    v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.
    12 med., c. gen.,
    b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) P. 4.233
    13 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]

    σχήσει πολι[ Pae. 21.17

    τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ] ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12.

    Lexicon to Pindar > ἔχω

  • 19 болтать

    ρ.δ.
    1. μ. ανακατώνω, -εύω, κουνώ•

    болтать лекарство ανακατεύω το φάρμακο (κουνώντας το).

    2. αιωρώ, ταλαντεύω, κουνώ στον αέρα•

    -ногами αιωρώ τα πόδια.

    1. ανακατεύομαι.
    2. αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, κουνιέμαι στον αέρα.
    3. περιφέρομαι άσκοπα.
    ρ.δ.
    1. φλυαρώ, πολυλογώ, αεροκοπανίζω•

    болтать вздор λέγω ένα σωρό ανοησίες•

    без умолку φλυαρώ ασίγαστα (ακατάπαυστα).

    2. (για ξένη γλώσσα) μιλώ ελεύθερα•

    болтать по-русски μιλώ ελεύθερα τα ρωσικά.

    εκφρ.
    болтать языком – γλωσσοκοπανώ, γλωσσαλγώ, με πιάνει, γλωσσοδιάρροια.

    Большой русско-греческий словарь > болтать

  • 20 воля

    θ.
    1. θέληση, βούληση, βουλή•

    сила -и η δύναμη της θέλησης.

    2. επιθυμία, απαιτητικότητα•

    считаться с -ей избирателей παίρνω υπ’ όψη τη θέληση των εκλογέων.

    3. δικαίωμα, διάθεση•

    это в вашей -е αυτό είναι στη διάθεση σας.

    4. ελευθερία•

    выпустить на волю αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω.

    5. απελευθερία (δούλων).
    εκφρ.
    на -е – έξω, στον καθαρό
    αέρα•
    с -и – απ’ έξω•
    брать (взять) -ю – παίρνω θάρρος, θαρεύω•
    дать -ю слезам – αφήνω ελεύθερα τα δάκρυα να τρέξουν•
    дать -ю рукам – α) απλώνω ελεύθερα τα χέρια, β) χτυπώ (δέρνω) όσο μπορώ, κατά βούληση•
    воля ваша – όπως θέλετε•
    - ю судеб – οτην τύχη, στη διάθεση της τύχης.

    Большой русско-греческий словарь > воля

См. также в других словарях:

  • ἐλευθέρα — ἐλευθέρᾱ , ἐλεύθερος free fem nom/voc/acc dual ἐλευθέρᾱ , ἐλεύθερος free fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθέρᾳ — ἐλευθέρᾱͅ , ἐλεύθερος free fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεύθερα — ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc pl ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελεύθερα Γράμματα — Τίτλος εβδομαδιαίου και, αργότερα, δεκαπενθήμερου περιοδικού, που εκδιδόταν στην Αθήνα από το 1945 έως τις αρχές του 1950, με ενδιάμεσες διακοπές …   Dictionary of Greek

  • κἀλεύθερ' — ἐλεύθερα , ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc pl ἐλεύθερα , ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc pl ἐλεύθερε , ἐλεύθερος free masc voc sg ἐλεύθερε , ἐλεύθερος free masc/fem voc sg ἐλεύθεραι , ἐλεύθερος free fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθέρας — ἐλευθέρᾱς , ἐλεύθερος free fem acc pl ἐλευθέρᾱς , ἐλεύθερος free fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευθεράς — Ἐλευθερά̱ς , Ἐλευθεραί fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθέραι — ἐλευθέρᾱͅ , ἐλεύθερος free fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθέραν — ἐλευθέρᾱν , ἐλεύθερος free fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»